μικροχαρής

μικροχαρής
-ές (Α μικροχαρής, -ές)
βλ. μικρόχαρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μικροχαρῆ — μικροχαρής easily pleased neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μικροχαρής easily pleased masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) μικροχαρής easily pleased masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικροχαρῶν — μικροχαρής easily pleased masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικρόχαρος — η, ο και μικροχαρής, ές (Α μικροχαρής, ές) 1. αυτός που χαίρεται και ευχαριστείται με μικρά και ασήμαντα πράγματα, που ικανοποιείται εύκολα με μικροπράγματα 2. μικροπρεπής, κατώτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + χαρος (<χαρά), πρβλ. μεγαλό χαρος …   Dictionary of Greek

  • μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”